- σφάχτης
- ο1) резь, острая боль; схватка; 2) см. σφαγεύς
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σφάχτης — ο, ΝΜ, και σφάκτης, θηλ. σφάκτρια ΜΑ, και σφακτής Α [σφάζω] φονιάς, δολοφόνος νεοελλ. σφαγέας νεοελλ. μσν. οξύς πόνος στα πλευρά αρχ. το θηλ. ἡ σφάκτρια ιέρεια … Dictionary of Greek
σφάχτης — ο δυνατός και ανυπόφορος πόνος: Νιώθει ένα σφάχτη στην πλάτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντεροσφάχτης — ο σφάχτης, δριμύς πόνος στην περιοχή της κοιλιάς … Dictionary of Greek
σουβλιά — η / σουβλέα, Ν Μ, και σουγλιά Ν [σούβλα / σούγλα] τρύπημα ή πλήγμα με σουβλί, καθώς και το τραύμα που προκαλείται από αυτό («καὶ κρούω σουβλέαν τὸ χέρι μου καὶ διέβην ἀπεκεῑθε», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. μτφ. οξύς και διαπεραστικός πόνος, σφάχτης 2. τα… … Dictionary of Greek
σφάκτης — ὁ, θηλ. σφάκτρια, ΝΑ, και σφακτής Α βλ. σφάχτης … Dictionary of Greek
σφαγέας — ο / σφαγεύς, έως, ΝΜΑ αυτός που σφάζει, σφάχτης νεοελλ. αυτός που έχει ως επάγγελμα τη σφαγή τών ζώων τα οποία προορίζονται για κατανάλωση μσν. ως επίθ. φονικός («ἐὰν τις χεῑρα ἐκτείνῃ σφαγέα, εἰς ἀδικίαν ἀποβήσεται αὐτῷ», Αχμ. Ονειροκρ.) αρχ. 1 … Dictionary of Greek
σφαχτιάς — ο, Ν σφαγέας, χασάπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφάχτης, κατά το φονιάς] … Dictionary of Greek